Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεψιά η [klepsxá] Ο24 : (προφ.) το κλέψιμο, η κλοπή.
[μσν. κλεψιά < κλεψία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κλεψ- (κλέβω) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεψιά η· κλεψά· κλεψία.
-
- 1)
- α) Κλεψιά:
- στο χωράφι σου εγίνηκε κλεψία· τα βόδια σου έκλεψαν κλέπτες (Αιτωλ., Μύθ. 9110)·
- β) υπερβολική σπατάλη:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 119)·
- γ) κερδοσκοπία:
- των αβουκάτων την κλεψιάν να την αποχωρίσω (Σαχλ., Αφήγ. 388).
- α) Κλεψιά:
- 2) Αυτό που έχει κλαπεί, κλοπιμαίο:
- είπεν ότι έτερος του το επούλησεν (ενν. το άλογον) και διατούτο κρατώντα την κλεψίαν τήν εζητούσαν (Ασσίζ. 19421).
- 3) Λεηλασία:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34913).
- 4) (Προκ. για πρόσωπο) απαγωγή:
- μη μ’ ονειδίζεις αύριον ότι κλεψίαν σ’ επήρα (Διγ. Esc. 959).
- 5)
- α) Δόλος, απάτη:
- εβάλασίν τον με κλεψία στην λίμνην ν’ αποθάνει (Ζήνου, Βατραχ. 212)·
- β) κατάχρηση της εμπιστοσύνης κάπ., προδοσία:
- (Ροδολ. Α´ 293).
- α) Δόλος, απάτη:
- 6) Κρυφή απόλαυση:
- δίδει … για του πόθου τες κλεψιές ανάπαυσιν μεγάλην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [812]).
- 7) Αιφνιδιασμός, αιφνιδιαστική επίθεση:
- με σκάλες το ηπήρασιν (ενν. το Δραγαμέστο) την νύκταν, με κλεψίαν (Χρον. Τόκκων 404).
[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. ‑ία και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1)