Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεφτός, επίθ.
-
- Αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [327]).
- Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = κλοπιμαίο:
- εκείνα τα κλεφτά τα ’τρωγα μοναχός μου (Γαδ. διήγ. 198).
[<κλέβω. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεφτός -ή -ό [kleftós] Ε1 : (κυρ. μτφ.) που γίνεται γρήγορα και κρυφά: Ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Tου ΄δωσε ένα κλεφτό φιλί.
κλεφτά ΕΠIΡΡ (έκφρ.) στα ~, χωρίς να γίνω αντιληπτός και με μεγάλη βιασύνη. [μσν. κλεφτός < κλεπ- (κλέβω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]