Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεφτοπόλεμος ο [kleftopólemos] Ο20α : 1. είδος πολεμικής τακτικής κατά την οποία αποφεύγεται η κατά μέτωπο σύγκρουση και οι επιχειρήσεις διεξάγονται με γρήγορα και αιφνιδιαστικά χτυπήματα, τακτική που χρησιμοποιούν κυρίως οι αντάρτες εναντίον του τακτικού στρατού: Kαθώς δεν είχαν ισχυρές δυνάμεις, προτίμησαν την τακτική του κλεφτοπολέμου. 2. (μτφ.) η συγκαλυμμένη, η μη ανοιχτή σύγκρουση: Οι δελφίνοι τού είχαν κηρύξει κλεφτοπόλεμο.
[κλεφτο- + πόλεμος]