Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεφτικά, επίρρ.
-
- Κρυφά, σαν κλέφτης:
- αλλότε μπαίνει κλεφτικά και θέλει να φιλήσει (Σαχλ. Α´ PM 67).
[<επίθ. κλεφτικός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κρυφά, σαν κλέφτης: