Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεμμός ο.
-
- (Ως σύστ. αντικ.) κλέψιμο:
- κλεμμό εκλέφτηκα από την ηγή των Οβριών (Πεντ. Γέν. XL 15· Έξ. XXII 11).
[<κλέβω + κατάλ. ‑μός]
- (Ως σύστ. αντικ.) κλέψιμο:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<κλέβω + κατάλ. ‑μός]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |