Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειτορίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειτορίδα η [klitoríδa] Ο26 : μικρή σαρκώδης έκφυση στο επάνω μέρος του γυναικείου αιδοίου.

[λόγ. < ελνστ. κλειτορίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες