Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεισούρα η [klisúra] Ο25α : 1. η ιδιάζουσα και όχι ευχάριστη μυρωδιά ενός χώρου ο οποίος έχει παραμείνει κλειστός για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να αερίζεται: Mυρίζει ~ εδώ μέσα! 2. η συνεχής παραμονή στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς έξοδο για διασκέδαση, για ψυχαγωγία: Δεν αντέχω πια την ~. Tην έφαγε η ~. 3. στενή ορεινή διάβαση· δερβένι.
[μσν. κλεισούρα `πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά΄ < υστλατ. clausura παρετυμ. κλεισ- (κλείνω) (λατ. claudo = κλείνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεισούρα η.
-
- 1)
- α) Στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους:
- (Χρον. Μορ. H 8347)·
- β) οχυρή στενωπός συνόρου:
- τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας κι εφύλαττον την Ρωμανιάν από βάρβαρα έθνη (Διγ. Esc. 1691).
- α) Στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους:
- 2) Κλείσιμο· οχύρωμα:
- είδον και πόλιν … γύροθεν έχουσαν βουνά, πλησίον δε πεδία, κλεισούραν έχων κύκλοθεν (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 16).
[<μεσν. λατ. clausura με παρετυμ. επίδρ. του κλείνω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- 1)