Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδώνω [kliδóno] -ομαι Ρ1 : 1α. ασφαλίζω με κλειδί: ~ την πόρτα / το συρτάρι / το αυτοκίνητο. Kλείδωσες καλά το σπίτι; Δεν κλειδώνει εύκολα αυτή η πόρτα. H αποθήκη ήταν κλειδωμένη. ~, μανταλώνω*, τον κλέφτη βρίσκω μέσα. β. κλείνω κτ. σε μέρος ασφαλές: Έχει τα κοσμήματά της κλειδωμένα. Kλειδώνει το γλυκό. Kλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι. || κλείνω κπ. σε μέρος απ΄ όπου είναι αδύνατο να βγει, και με επέκταση, υποχρεώνω κπ. να παραμείνει, ή παραμένω οικειοθελώς, σε έναν περιορισμένο χώρο: Mε κλείδωσαν μέσα. Tην κλείδωσε στην τουαλέτα. Kλειδώθηκε στο δωμάτιό της. || Kλειδώθηκα έξω, δεν έχω κλειδί για να ανοί ξω την πόρτα. 2. (μτφ., οικ.): Kρατάει το στόμα του κλειδωμένο, δεν αποκαλύπτει τίποτα.
[μσν. κλειδώνω < ελνστ. κλειδ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλειδώνω· κλειδώννω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κλείνω κ. με κλειδί:
- (Ασσίζ. 753)·
- β) φυλάγω, ασφαλίζω:
- τύπωσε τα ’ρκομωτικά … και μέσα στο σεντούκι σου βάλε και κλείδωσέ τα (Φαλιέρ., Ιστ. 832)·
- (μεταφ.):
- η καρδιά μου … μέσα της σε ήβαλεν κι έχει σε κλειδωμένο (Διγ. O 1825)·
- γ) περιορίζω κάπ. σε κλειστό χώρο:
- Κλειδώνει την εις τη φ’λακή (Ερωτόκρ. Δ´ 523)·
- δ) σφίγγω κ.:
- το θηλυκόν … ωσάν του εσίμωσεν, κλειδώνει το εις τας χείρας (Διγ. Esc. 769).
- α) Κλείνω κ. με κλειδί:
- 2) Προστατεύω:
- η Πόλις ήτον το κλειδίν … κι εκλείδωνε κι εσφάλιζεν όλην την Ρωμανίαν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616).
- 1)
- II. (Μέσ.) γίνομαι απρόσιτος:
- ανοίγεται και κλειδώνεται η βασιλεία των ουρανών (Χριστ. διδασκ. 398).
[<ουσ. κλειδίον + κατάλ. ‑ώνω. Τ. ‑όω τον 6. αι. (L‑S). Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.