Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδοκύμβαλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδοκύμβαλο το [kliδokímvalo] Ο42 : (παρωχ.) το πιάνο.

[λόγ. κλειδο- 1 + κύμβαλον μτφρδ. γαλλ. clavicorde ή ιταλ. clavicordio (clavi- `κλειδί΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες