Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδαριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδαριά η [kliδarjá] Ο24 : ειδικός μηχανισμός ο οποίος, με τη βοήθεια κλειδιού, ασφαλίζει μια κατασκευή (πόρτα, ντουλάπα, συρτάρι κτλ.) και είναι προσαρμοσμένος στο κινητό της τμήμα: Aγοράσαμε ~ ασφαλείας. Γλωσσίδι της κλειδαριάς. Παραβίασαν / διέρρηξαν την ~. H ~ θέλει λάδωμα.

[κλειδ(ί) -αριά 2]

[Λεξικό Κριαρά]
κλειδαριά η· κλειδαρά.
  • 1) Κλειδαριά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 624).
  • 2) Πλαίσιο, «κάσα» του τραπεζιού:
    • να κάμεις … (ενν. του τραπεζιού) κλειδαριά γροθαρική τριγύρου (Πεντ. Έξ. XXV 25).

[<ουσ. κλειδί + κατάλ. αριά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες