Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλειδάς ο.
-
- Κλειδαράς, σιδηρουργός:
- επαρακλάσθη η θύρα μας, κλειδάς και ας την ευθειάσει (Προδρ. II 57 χφ P κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. κλειδάς. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Κλειδαράς, σιδηρουργός: