Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλείω· κλείνω· κλειω· κλω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Κλείνω:
- κλείει σφικτήν την θύραν (Προδρ. I 126).
- 2)
- α) Αποκλείω, φράζω:
- είχε σείσει πέτραν μεγάλην και μ’ αυτήν το στόμα της (ενν. της σπηλιάς) να κλείσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [998])·
- β) εμποδίζω, περιορίζω:
- εποίκαν έναν τοίχον ξυλένον … και εκλείστην το δειν τους (Μαχ. 48611)·
- γ) καθορίζω το νόημα (νόμου ή δικαιώματος):
- όθεν είναι χριστιανοί στην οικουμένην όλην, τον νόμον και τες αγωγές οι συμφωνίες τον κλείνουν (Χρον. Μορ. P 2387)·
- δ) «καλύπτω»:
- το σκότος έκλεισε και το φεγγάρι (= έγινε έκλειψη) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 285v).
- α) Αποκλείω, φράζω:
- 3) Εγκλείω, φυλακίζω:
- μέγιστον Θουκυδίδην ως δέσμιον εκλείσατε δεινῴ δεσμωτηρίῳ (Βίος Αλ. 2844).
- 4) Περικλείω:
- ένα βοσκόν χοντράνθρωπον να κλει στην αγκαλιάν της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1158]).
- 5) Περικυκλώνω, πολιορκώ:
- πέμψας ουν ικανά στρατεύματα έκλεισε Θεσσαλονίκην (Δούκ. 2399).
- 6) Διακόπτω, απαγορεύω (κάπ. λειτουργία):
- (Βακτ. αρχιερ. 173).
- 7) Ολοκληρώνω, αποτελειώνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [894]).
- 1) Κλείνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) (Προκ. για πληγή) επουλώνομαι:
- σαν κλείσει ολότελα, γροικάται γιατρεμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1356]).
- 2) Tελειώνω:
- γοργόν ουκ έκλεινεν να παραλάβει η νύκτα (Πόλ. Τρωάδ. 425).
- 1) (Προκ. για πληγή) επουλώνομαι:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Κλείνω (αμτβ.):
- εκλείσθησαν τα μάτια σου; (Διγ. Άνδρ. 40117).
- 2) Κλείνομαι, περιορίζομαι (σ’ ένα μέρος):
- έξω ποτέ δεν έβγαιναν (ενν. οι Τούρκισσες), μα κάθουνταν κλεισμένες (Σταυριν. 122).
- 3) Παύω, σταματώ:
- Εμοί εκλείσθη η φωνή η πάντων ηδυτάτη (Διγ. Z 3969).
- 1) Κλείνω (αμτβ.):
- Φρ.
- 1) Κλείνω ακοάς, βλ. ακοή Φρ. 2.
- 2) Κλείνω τα μάτια = κοιμούμαι:
- (Ζήνου, Βατραχ. 322).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Κλειστός, σφαλιστός:
- εις δένδρον εκοιμάτονε, τα μάτια του κλεισμένα (Θησ. Πρόλ. [199]).
- 2) (Προκ. για βουνό) συνεχής, ενιαίος, που εκτείνεται ώστε να κλείνει τον ορίζοντα:
- (Πορτολ. Α 28613).
[αρχ. κλείω. Οι τ. κλειω (Βλάχ.) και κλω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. κλείνω και σήμ.]
- I. Ενεργ.