Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλείστρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλείστρο το [klístro] Ο39 : 1. μεταλλικό εξάρτημα στα οπισθογεμή πυροβόλα όπλα που προσαρμόζεται στο πίσω άκρο της κάννης και ωθεί το βλήμα στην κανονική του θέση. 2. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής που, ανοιγοκλείνοντας, επιτρέπει στο φως να περάσει μέσα από το φακό και να επηρεάσει το φιλμ.

[λόγ. < ελνστ. κλεῖστρον `μάνταλο πόρτας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες