Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλείσιμο το [klísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλείνω. ANT άνοιγμα στις σημ. 1-5. 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου έτσι ώστε να φράξει, να καλύψει κάποιο άνοιγμα: Tο ~ της πόρτας / του παραθύρου / του συρταριού / της κουρτίνας. || Tο ~ του ματιού και ως έκφραση για μυστική, μεταξύ δύο, συνεννόηση. 2. διακοπή στην παροχή ή στη λειτουργία. α. Tο ~ της βρύσης / του νερού / του ηλεκτρικού / του ραδιοφώνου. β. Ώρες κλεισίματος των καταστημάτων. || σταμάτημα της λειτουργίας: Tο ~ του εργοστασίου άφησε πολλούς εργάτες χωρίς δουλειά. 3. απαγόρευση ή αδυναμία ελεύθερης πρόσβασης σε τόπο: Tο ~ του δρόμου / των συνόρων, αποκλεισμός. 4. εγκλεισμός: Tο ~ στη φυλακή, φυλάκιση. 5. μείωση: Tο ~ της ψαλίδας, ο περιορισμός της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 6α. τέλος: Tο ~ της ομιλίας / της συνεδρίασης. Mε το ~ της ημέρας
|| (οικον.): Tιμές κλεισίματος χρηματιστηρίου. ~ των τιμών. β. σύναψη συμφωνίας μετά το πέρας μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: Tο ~ της συμφωνίας / της συνθήκης / της δουλειάς.
[κλεισ- (κλείνω) -ιμο]