Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλείθρο το [klíθro] Ο39 : (λόγ.) η κλειδαριά.
[λόγ. < αρχ. κλεῖθρον `μάνταλο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειθροποιία η [kliθropiía] Ο25 : η τέχνη κατασκευής κλειδιών και κλειδαριών, καθώς και η αντίστοιχη επιχείρηση.
[λόγ. κλείθρ(ον) -ο- + -ποιία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειθροποιός ο [kliθropiós] Ο17 : (λόγ.) ο κλειδαράς.
[λόγ. < ελνστ. κλειθροποιός `σιδεράς΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. κλείθρο]