Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλείδωση η [klíδosi] Ο33 : η άρθρωση των οστών.
[λόγ. < μσν. κλείδωσις < κλειδω- (δες κλειδώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. κλείδωσις `κλείδωμα΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. κλείδωσις < κλειδω- (δες κλειδώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. κλείδωσις `κλείδωμα΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |