Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλείδωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλείδωμα το [klíδoma] Ο49 : η ασφάλιση με κλειδί, το αποτέλεσμα του κλειδώνω.

[κλειδώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. κλείδωμα `μάνταλο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες