Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλείδα η [klíδa] Ο25 : I. (ανατ.) μακρό οστό, που βρίσκεται στο μπροστινό πάνω τμήμα του θώρακα. II. (αρχιτ.) κλειδίIII.
[λόγ.: Ι: αρχ. κλείς, αιτ. κλεῖδα· ΙΙ: σημδ. γαλλ. clef (de voûte)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. κλειδώνω πάρα πολύ καλά, διπλοκλειδώνω: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || (για πρόσ., συνήθ. παθ.) ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και μένω κλεισμένος μέσα: Tις νύχτες κλειδαμπαρώνεται, γιατί φοβάται τους κλέφτες. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται επίμονα να δεχτεί ανθρώπους: Kλειδαμπαρώθηκε και δε θέλει να δει κανέναν.
[κλειδ(ο)- 2 + αμπαρώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδαράς ο [kliδarás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά ή που επιδιορθώνει κλειδαριές: Kλειστήκαμε έξω και φωνάξαμε κλειδαρά να μας ανοίξει.
[κλειδαρ(ιά) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδαριά η [kliδarjá] Ο24 : ειδικός μηχανισμός ο οποίος, με τη βοήθεια κλειδιού, ασφαλίζει μια κατασκευή (πόρτα, ντουλάπα, συρτάρι κτλ.) και είναι προσαρμοσμένος στο κινητό της τμήμα: Aγοράσαμε ~ ασφαλείας. Γλωσσίδι της κλειδαριάς. Παραβίασαν / διέρρηξαν την ~. H ~ θέλει λάδωμα.
[κλειδ(ί) -αριά 2]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλειδαριά η· κλειδαρά.
-
- 1) Κλειδαριά:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 624).
- 2) Πλαίσιο, «κάσα» του τραπεζιού:
- να κάμεις … (ενν. του τραπεζιού) κλειδαριά γροθαρική τριγύρου (Πεντ. Έξ. XXV 25).
[<ουσ. κλειδί + κατάλ. ‑αριά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Κλειδαριά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδάριθμος ο [kliδáriθmos] Ο19 : 1. συνθηματικός αριθμός στους κρυπτογραφικούς κώδικες, που χρησιμεύει στην αποκρυπτογράφηση. 2. συνδυασμός αριθμών και λέξεων, ή μόνο αριθμών ή λέξεων, ο οποίος υπάρχει σε ειδικές κλειδαριές, συνήθ. χρηματοκιβωτίων, και ο οποίος επιτρέπει την απασφάλισή τους.
[λόγ. κλειδ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. key-number]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδαρότρυπα η [kliδarótripa] Ο27α : η τρύπα της κλειδαριάς στην οποία μπαίνει το κλειδί: Tον έπιασαν να κοιτάει από την ~. ΦΡ περνάει από την ~, για άνθρωπο πολύ αδύνατο.
[κλειδαρ(ιά) -ο- + τρύπα (πρβ. μσν. κλειδότρυπα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλειδάς ο.
-
- Κλειδαράς, σιδηρουργός:
- επαρακλάσθη η θύρα μας, κλειδάς και ας την ευθειάσει (Προδρ. II 57 χφ P κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. κλειδάς. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Κλειδαράς, σιδηρουργός: