Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαψουρίζω [klapsurízo] Ρ2.1α : κλαίω σιγανά, μονότονα και παρατεταμένα: Σταμάτα να κλαψουρίζεις όλη μέρα. || παραπονιέμαι, γκρινιάζω.
[μσν. κλαψουρίζω < κλαψούρ(α < κλάψ(α) -ούρα) -ίζω]