Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλασματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασματικός -ή -ό [klazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κλάσμα: ~ αριθμός, το κλάσμα. Kλασματική μονάδα, καθένα από τα ίσα τμήματα στα οποία διαιρείται η ακέραιη μονάδα. || Kλασματική απόσταξη, απόσταξη η οποία στηρίζεται στο διαφορετικό σημείο βρασμού των στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα μείγμα.

[λόγ. κλασματ- (κλάσμα) -ικός απόδ. γαλλ. fractionnaire (πρβ. μσν. κλασματικός `αποσπασματικός΄ < ελνστ. κλάσμα, δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες