Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλασέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασέρ το [klasér] Ο (άκλ.) : ντοσιέ με ειδικές θήκες για την ταξινόμηση εγγράφων.

[λόγ. < γαλλ. classeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες