Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαρί το [klarí] Ο43 : το κλαδί. ΦΡ βγαίνω στο ~, ξεφεύγω από αυτό που θεωρείται κοινωνικά, ηθικά ή πολιτικά σωστό: Aπό μικρή βγήκε στο ~. βγάζω κπ. στο ~, παρασύρω στην ανήθικη ζωή. δε μ΄ αφήνει (να σταθώ) σε χλωρό* ~ / κλαδί.
κλαράκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. *κλαρίον υποκορ. του κλάριος `κλάδος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαρί το.
-
- α) Κλαδί:
- (Αλεξ. 1089)·
- β) (συνεκδ.) δέντρο:
- ο γεωργός όστις κλαρί φυτεύει … και με νερόν τ’ αρδεύει (Κορων., Μπούας 112).
[<μτγν. ουσ. κλάδιον με επίδρ. της κατάλ. ‑άρι(ον) (Άμαντος) ή, πιθανότερα, <ουσ. κλάριον (Ησύχ.) <*κλαδάριον (Θαβώρης). Πληθ. ‑ία στον Ησύχ. Η λ. στο Meursius (‑ία) και σήμ.]
- α) Κλαδί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαρινετίστας ο [klarinetístas] Ο3 : μουσικός που παίζει κλαρινέτο.
[ιταλ. clarinettista -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαρινέτο το [klarinéto] Ο39 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της κλασικής ορχήστρας, με κυλινδρικό σχήμα και ραμφοειδές επιστόμιο: Kοντσέρτο για ~ και ορχήστρα.
[λόγ. < ιταλ. clarinetto υποκορ. του clarino (δες κλαρίνο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαρίνο το [klaríno] Ο39 : 1. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου. (έκφρ.) στέκομαι ~, ακίνητος, σε στάση προσοχής, ως ένδειξη πειθαρχίας ή σεβασμού ή από φόβο μπροστά σε ανωτέρους. 2. αυτός που παίζει κλαρίνο: Είναι το πρώτο ~ στην μπάντα.
[ιταλ. clarino]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαριντζής ο [klarindzís] Ο8 : λαϊκός οργανοπαίχτης που παίζει κλαρίνο.
[κλαρίν(ο) -τζής]