Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαμπ το [kláb] Ο (άκλ.) : 1. λέσχη στην οποία γίνονται δεκτά μόνο μέλη. 2. το νάιτ κλαμπ.
[λόγ. < αγγλ. club]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαμπανία, επίθ. θηλ.
-
- Έκφρ. υπέρ … κλαμπανίας μνήμης = παιγνιωδώς αντί αιωνίας:
- (Σπανός D 1746).
[λ. πλαστή κατά παρωδία του θηλ. επιθ. αιωνία με χρήση του ουσ. κλάμπανος (Λάζαρης) ή του ρ. κλαμπανίζω (Δημ.)]
- Έκφρ. υπέρ … κλαμπανίας μνήμης = παιγνιωδώς αντί αιωνίας: