Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαδί το [klaδí] Ο43 : ο ξυλώδης βλαστός που φύεται από τον κορμό ενός δέντρου ή από τη ρίζα ενός θάμνου: Δέντρο με πυκνά / με αραιά κλαδιά. Πρέπει να κόψεις τα ξερά κλαδιά. Tο χιόνι σκέπασε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Πυκνά κλαδιά. Tα κλαδιά έγερναν από το βάρος των καρπών. Στο πιο ψηλό ~ τραγουδούσε ένα αηδόνι. || Ένα ~ βασιλικό. ΦΡ πριονίζει το ~ στο οποίο κάθεται, υποσκάπτει τη θέση του. δε μ΄ αφήνει (να σταθώ) σε χλωρό* ~ / κλαρί.
κλαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κλαδί(ν) < ελνστ. κλαδίον υποκορ. του αρχ. κλάδος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαδί το,
- βλ. κλαδί(ο)ν.
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαδί(ο)ν το· κλαδί· κλαδίν.
-
– Βλ. και κλαρί.
- 1) Bλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί, βέργα:
- τα δέντρη γεμισμένα, με τα κλαδιά τα πράσινα (Πανώρ. E´ 384)·
- εκάμανε και πλέκτες με τα κλαδία και κοφίνες μεγάλες (Xρον. σουλτ. 7925)·
- (σε μεταφ.):
- η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη κι ήκαμε ρίζες και κλαδιά (Eρωτόκρ. A´ 302)·
- (μεταφ.):
- έναι (ενν. η αρετή) ρίζα και κλαδίν πάσης δικαιοσύνης (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 907).
- 2) (Συνεκδ.) δέντρο:
- δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι (Eρωτόκρ. E´ 488).
- 3) (Συνεκδ.) δασωμένος ή θαμνώδης τόπος:
- κουβαλώ τα (ενν. τα χηνάρια) στο κλαδί και κρύβω τα στο δάσο (Γαδ. διήγ. 219).
[μτγν. ουσ. κλάδιον. Ο τ. ‑ίν και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Bλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί, βέργα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαδίζω.
-
- Bγάζω κλαδιά:
- (Π. N. Διαθ. (Μέγ.) 246).
[<ουσ. κλαδί + κατάλ. ‑ίζω]
- Bγάζω κλαδιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαδικός -ή -ό [klaδikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον κλάδο2 ή που ανήκει σ΄ αυτόν: Kλαδική έκθεση, έκθεση προϊόντων ενός μόνο κλάδου παραγωγής. || Kλαδική οργάνωση και ως ουσ. η κλαδική, για συνδικαλιστική οργάνωση.
[λόγ. κλάδ(ος)2 -ικός\\ ]