Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλίτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίτος το [klítos] Ο46 : (αρχιτ.) καθένα από τα τρία ή πέντε, συνήθ. συμμετρικά, τμήματα στα οποία χωρίζεται κατά μήκος με κιονοστοιχίες μια βασιλική: Kεντρικό ~. || Εγκάρσιο ~, το κλίτος μπροστά από το ιερό το οποίο είναι κάθετο προς τα υπόλοιπα.

[λόγ. < ελνστ. κλίτος `πλαγιά, πλευρά΄ σημδ. γαλλ. nef latéral `πλευρικό κλίτος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κλιτός, επίθ.
  • 1) Γονατιστός, σκυφτός, γερτός:
    • κλιτή σε δέομαι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 311
    • δένδρον … είχεν κλιτούς τους κλώνους (Λόγ. παρηγ. O 535
    • φλάμπουρα κλιτά (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1886).
  • 2)
    • α) Ταπεινός, φοβισμένος· κατηφής, θλιμμένος:
      • τα παρακάλια τα κλιτά (Ερωφ. Χορ. γ´ 442· Β´ 110
      • έχει το πρόσωπο κλιτό, τ’ αμμάτια θαμπωμένα (Ερωφ. Γ´ 62
    • β) υπάκουος:
      • να ’σαι κλιτός και ταπεινός, προθυμερός στο Θεό σου (Θυσ. 1002).
  • 3) Απλωμένος, απλωτός·
    • (πιθ. μεταφ.) δυνατός:
      • έβγαλέ μας ο Κύριος από την Αίγυφτο με χέρα δυνατή και με βραχιόνα κλιτή (Πεντ. Δευτ. XXVI 8).

[<κλίνω. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. γραμμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλιτός -ή -ό [klitós] Ε1 : για λέξεις που σχηματίζουν διάφορους τύπους, παρουσιάζονται δηλαδή στο λόγο με ποικίλες μορφές (αριθμός, πτώση, πρόσωπο, έγκλιση κτλ.): Tο άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία, το ρήμα και η μετοχή λέγονται κλιτά μέρη του λόγου.

[λόγ. < ελνστ. κλιτός `μεταβλητός΄ σημδ. γαλλ. déclinable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες