Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλίνω [klíno] -ομαι στη σημ. II Ρ πρτ. και αόρ. έκλινα, απαρέμφ. κλίνει, παθ. αόρ. κλίθηκα, απαρέμφ. κλιθεί, μππ. κλιμένος : I1α. έχω, παρουσιάζω κλίση1α. ΦΡ γέρνει / κλίνει η πλάστιγγα*. β. (λόγ.) σκύβω, λυγίζω, κάμπτω: Έκλινε το κεφάλι προσευχόμενος. ΦΡ ~ το γόνυ, ως έκφραση σεβασμού. (απαρχ.) δεν έχει πού την κεφαλήν* κλίνη. || Ο ήλιος έκλινε προς τη δύση, έγερνε. γ. (λόγ.) αλλάζω κατεύθυνση, συνήθ. σε στρατιωτικά και γυμναστικά παραγγέλματα: Kλίνατε επί δεξιά! Kλίνατε επ΄ αριστερά! 2. (μτφ.) α. δείχνω προτίμηση, έφεση ή ροπή προς κτ.: ~ προς τη δεύτερη πρόταση. ~ προς την άποψή σου. || H νίκη άρχισε να κλίνει προς το μέρος των Aθηναίων. β. κυρίως για αποχρώσεις: Aυτό το πράσινο κλίνει περισσότερο προς το γαλάζιο. II. (γραμμ.) σχηματίζω με ορισμένη σειρά, προφορικά ή γραπτά, τους τύπους μιας κλιτής λέξης: Tα επιρρήματα δεν κλίνονται. Nα κλίνετε τον ενεστώτα του ρήματος “αγαπώ”.
[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. κλίνω· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλίνω· ?κλένω· μτχ. παρκ. κλιμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Στρέφω προς κάπ., στρίβω κ.:
- έδειρεν ο Βιλεάμ το μουλάρι να το κλίνει εις τη στράτα (Πεντ. Αρ. XXII 23).
- 2)
- α) Γέρνω κ., κάνω κ. να σκύψει:
- ακουμπιστό στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι (Ερωτόκρ. Γ´ 1014)·
- β) κατεβάζω προς τα κάτω, χαμηλώνω:
- κλίνε το ραβδί σου και δέρε το χώμα της ηγής (Πεντ. Έξ. VIII 12)·
- τα μάτια μου έκλινα (Πανώρ. Γ´ 189).
- α) Γέρνω κ., κάνω κ. να σκύψει:
- 3) Κάνω κ. υποχωρητικό:
- το άκλιτον της γνώμης μου δι’ αυτόν έκλινά το (Λίβ. P 2204).
- 4) Προσκυνώ με σέβας:
- ευχόμεθα τοις κλίνουσιν όνομα του Δαρείου (Βίος Αλ. 4071).
- 5) (Γραμμ., προκ. για κλιτά μέρη του λόγου) σχηματίζω τους τύπους μιας λέξης, κλίνω:
- (Σοφιαν., Γραμμ. 84).
- 1) Στρέφω προς κάπ., στρίβω κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Στρίβω, στρέφομαι, γυρίζω:
- (Πεντ. Αρ. XXII 26)·
- β) (προκ. για τον ήλιο) δύω:
- είδα τον ήλιο ότι έκλινεν, εσίμωσεν η εσπέρα (Λίβ. Sc. 418).
- α) Στρίβω, στρέφομαι, γυρίζω:
- 2) (Με την πρόθ. από) απομακρύνομαι:
- έκλινεν το μουλάρι από τη στράτα κι έφυγεν εις το χωράφι (Πεντ. Αρ. XXII 23).
- 3) Κατευθύνομαι, ρέπω:
- διά να μην κλίνει ο λογισμός προς έρωτα αλλέως (Διγ. Z 58).
- 4) Απλώνομαι:
- (Πεντ. Αρ. XXIV 6).
- 5) Εκτρέπομαι, παρεκκλίνω:
- H ζυγαρά η άσφαλτος … πώς είναι μπορετόν εδά να σφάλει και να κλίνει; (Θυσ. 664).
- 6) Σκύβω:
- έκλινε μια και δυο φορές χάμαι στη γη (Ερωτόκρ. Ε´ 1092)·
- (μεταφ.):
- Τότες εκλίναν οι ουρανοί, ο ήλιος και η σελήνη και προσκυνού μετά τιμής (Ντελλαπ., Στ. θρην. 736).
- 7)
- α) Υποχωρώ:
- οι Τούρκοι σχεδόν προς το κλίναι ολίγον αρχήν εποίουν (Ψευδο-Σφρ. 18012)·
- β) συγκατανεύω:
- Ο πάπας επαρακάλεσεν τον ρήγα να κλίνει να ποίσουν αγάπην (Μαχ. 20010).
- α) Υποχωρώ:
- 8) Υποκλίνομαι με σεβασμό:
- (Ιστ. Βλαχ. 1767).
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω:
- όταν τον δούσιν οι εχθροί, να κλίνονται ως θάμνοι (Κορων., Μπούας 31).
- 2) Υποχωρώ:
- Κλινομένης δε ήδη της ημών παρατάξεως (Ψευδο-Σφρ. 42435).
- 3) Καταπέφτω, μαραίνομαι:
- αφού κλιθείς και μαρανθείς, πότε να εξαναθάλεις; (Γλυκά, Στ. 219).
- 1) Κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω:
- Φρ.
- 1) Κλίνω (‑ομαι) εις αγάπην = πέφτω σ’ αγάπη, ερωτεύομαι:
- (Αχιλλ. N 1399).
- 2) Κλίνω (την) κεφαλή, κάρα, τον τράχηλο =
- (α) υποχωρώ, λυγίζω:
- (Βίος Αλ. 2525)·
- (β) προσκυνώ, εκφράζω σεβασμό:
- (Δεφ., Λόγ. 4).
- 3) Κλίνω κρίση = καταστρατηγώ, παραβιάζω το δίκιο:
- (Πεντ. Δευτ. XXIV 17).
- 4) Κλίνω με την πρόθ. μετά + αιτιατ. = πηγαίνω με το μέρος κάπ.:
- (Ρίμ. θαν. 135).
- 5) Κλίνω τέντα = στήνω σκηνή, εγκαθίσταμαι:
- (Πεντ. Γέν. XXVI 25).
- 6) Κλίνω το γόνυ = γονατίζω· εκφράζω σεβασμό:
- (Προδρ. IV 626).
- 7) Κλίνω το ους = ακούω με καταδεκτικότητα, εισακούω:
- (Διγ. Esc. 1839).
- 8) (Στρατ.) κλένει φλάμουρον = γίνεται επίθεση:
- (Παρασπ., Βάρν. C 199).
- 9) Κλίνω φλάμουρον = ξεκινώ για επίθεση, επιτίθεμαι:
- (Παρασπ., Βάρν. C 266).
[αρχ. κλίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.