Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλίνη η [klíni] Ο30 : I1. (λόγ.) το κρεβάτι: Επιθανάτια / νεκρική ~. ΦΡ προκρούστεια* ~. 2. ως μονάδα μέτρησης της δυναμικότητας ξενοδοχείων, νοσοκομείων κτλ.: Ξενοδοχείο πεντακοσίων πενήντα κλινών. Στον παθολογικό τομέα προστέθηκαν ακόμα πενήντα κλίνες. II. (ναυτ.) ναυπηγική ~, ειδική κατασκευή η οποία χρησιμεύει ως βάση για τη ναυπήγηση ή την επισκευή πλοίου στο ναυπηγείο· σκάρα 2.
[λόγ.: I: αρχ. κλίνη· II: σημδ. αγγλ. berth]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλίνη η.
-
- 1)
- α) Κρεβάτι:
- (Προδρ. I 201)·
- β) (συνεκδ.) χώρος για ύπνο:
- (Διγ. Esc. 1196).
- α) Κρεβάτι:
- 2) Φέρετρο:
- μετά πολυτίμου κλίνης … ενταφίασαν εκείνον (Ερμον. Φ 347).
- Η λ. ως τίτλ. βιβλίου:
- να κάμω το παρόν βιβλίον, του οποίου όνομα δίδω να κράζεται «Κλίνη» (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 390).
[αρχ. ουσ. κλίνη. Η λ. και σήμ. λόγ.· βλ. και Andr.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κλινήρης, επίθ.
-
- Κατάκοιτος:
- έπεσεν εις ασθένειαν και ήτο κλινήρης (Συναδ. φ. 18v).
[μτγν. επίθ. κλινήρης. Βλ. και κλινάρης]
- Κατάκοιτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλινήρης -ης -ες [kliníris] Ε11 γεν. πληθ. κλινήρων : (λόγ.) για άνθρωπο που βρίσκεται στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας: Ο γιατρός τού συνέστησε να παραμείνει ~.
[λόγ. < ελνστ. κλινήρης]