Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλήρος (I) ο.
-
- 1) Λαχνός, κλήρωση:
- κλήρους θέτουσιν … τις γαρ ακοντίσει πρώτον (Ερμον. Υ 210).
- 2) (Μεταφ.) μοίρα, τύχη:
- επολαύσετε … τον κλήρον των μαρτύρων (Διήγ. ωραιότ. 74).
- 3) Περιουσία, κτήματα:
- πολύς γαρ κλήρος ην αυτῴ και πλήθος πολύ πλούτου (Διγ. Z 1320).
- 4) Κληρονομιά:
- Οι ουν λαβόντες εξαρχής ως πατρικόν τους κλήρον των πάντων την ευπάθειαν και την ευημερίαν (Προδρ. II 77).
- 5) Οι κληρικοί:
- (Βίος Αλ. 1617), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 164).
[αρχ. ουσ. κλήρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λαχνός, κλήρωση:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλήρος (II) το.
-
- 1) Κλήρωση:
- του Σωτήρος … το της χλαίνας κλήρος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 342).
- 2) Οι κληρικοί:
- ο ’πίσκοπος των Λευκάρων επήγεν με το κλήρος του … ζητών τον σταυρόν (Μαχ. 6427).
[<ουσ. κλήρος ο με αλλαγή γένους]
- 1) Κλήρωση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλήρος 1 ο [klíros] Ο18 : I. δελτίο επάνω στο οποίο αναγράφεται ένα όνομα ή ένας αριθμός και με το οποίο συμμετέχει κάποιος σε μια κλήρωση ή σε μια επιλογή: Tα δώρα τα βάλαμε στον κλήρο. Tράβηξε έναν κλήρο. Ρίξαμε (τον) κλήρο για το ποιος θα πάει. (έκφρ.) μου ΄πεσε / μου ΄λαχε ο ~, μου συνέβη, μου έτυχε, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε
βάζω κτ. στον κλήρο, για να αποφασίσω ή να μοιράσω κτ. || Ο θάνατος είναι ο κοινός ~ όλων μας. II. το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας κάποιου, η οποία αποκτήθηκε από διανομή, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ.: Aγροτικός ~. Ο ~ στην Ελλάδα είναι μικρός.
[αρχ. κλῆρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλήρος 2 ο : το σύνολο των κληρικών: Aνώτερος / κατώτερος ~. Ορθόδοξος / μουσουλμανικός ~.
[λόγ. < ελνστ. κλῆρος (αρχ. σημ.: δες κλῆρος 1) σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]