Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλήρα η [klíra] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. η γενιά: Kακή ~, κακό τέλος θα ΄χει. 2. τα παιδιά, οι απόγονοι: Δεν άφησε ~.
[μσν. κλήρα < κληρ(ώνω) (μσν. σημ.: `έχω κτ. σαν μερτικό μου΄) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλήρα η.
-
- 1) Κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς:
- ο κληρονόμος ένι κρατούμενος να πάρει την κλήραν του αυθέντη του (Ασσίζ. 39920).
- 2) Κληρονόμος· απόγονος, παιδί:
- Έμνοξε … την κλήρα του Αρμάκιου στο θρόνο να τη βάλει (Ζήν. Δ´ 30).
- 3) Τάξη των ευγενών, αριστοκρατία:
- Την κλήραν είχεν συγγενείς από της γυναικός του (Χρον. Τόκκων 1221).
- 4) Κλήρος, ιερατείο:
- ομοιάζεις (ενν. Πόλη) … με την κλήρα σου το τάγμα των αγγέλων (Θρ. Κων/π. διάλ. 137).
[<ουσ. κλήρος ο με αλλαγή γένους ή, λιγότερο πιθ., <κληρονομώ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´, κ.α.]
- 1) Κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς: