Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάψιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάψιμο το [klápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλαίω: Tο μωρό άρχισε πάλι το ~. Aκούω το ~ του μωρού, το κλάμα. (έκφρ.) είμαι για ~, είμαι αξιολύπητος.

[μσν. κλάψιμον < κλαψ- (κλαίω) -ιμον (πρβ. ελνστ. κλαύσιμος `παραπονιάρικος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλάψιμο(ν) το,
βλ. κλαύσιμο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες