Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάσμα το [klázma] Ο49 : 1. (μαθημ.) παράσταση μη ακέραιου ρητού αριθμού με την οποία δηλώνεται ένα ή περισσότερα από τα ίσα τμήματα, στα οποία έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα· κλασματικός αριθμός: Όροι του κλάσματος, αριθμητής και παρονομαστής. Πρόσθεση / αφαίρεση κλασμάτων. Aπλοποίηση κλάσματος. ~ απλοποιήσιμο ή ανάγωγο. Γνήσιο / νόθο ή καταχρηστικό ~, μικρότερο ή όχι από την ακέραιη μονάδα. ~ δεκαδικό, με παρονομαστή το δέκα ή μία δύναμη του δέκα. ~ αλγεβρικό, που οι όροι του είναι ακέραια πολυώνυμα. Kλάσματα ομώνυμα / ετερώνυμα, με όμοιους ή διαφορετικούς παρονομαστές. 2. καθένα από τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα, μέρος: ~ του μισθού. (έκφρ.) σε ~ του δευτερολέπτου, πολύ γρήγορα. || (χημ.) το συστατικό ενός μείγματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες: ~ πετρελαίου, καθεμία από τις χημικές ενώσεις που ως μείγμα σχηματίζουν το ακάθαρτο πετρέλαιο. || (μουσ.) μουσικό σημείο της βυζαντινής μουσικής που μπαίνει σε όλους τους χαρακτήρες ποσότητας και προσθέτει ένα χρόνο στον αρχικό.
[λόγ. < ελνστ. κλάσμα `απόσπασμα΄ σημδ. γαλλ. fraction]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλάσμα το.
-
- 1)
- α) Σπάσιμο, λύγισμα·
- (εδώ) άρθρωση:
- κλάσματα ου κέκτηται, ήγουν γονάτων κλίσεις (Φυσιολ. (Legr.) 8)·
- (εδώ) άρθρωση:
- β) θλάση:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5546).
- α) Σπάσιμο, λύγισμα·
- 2) (Πιθ.) μέρος, κομμάτι, αλλά και πορδή:
- (Σπανός D 570).
[μτγν. ουσ. κλάσμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλασματικός -ή -ό [klazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κλάσμα: ~ αριθμός, το κλάσμα. Kλασματική μονάδα, καθένα από τα ίσα τμήματα στα οποία διαιρείται η ακέραιη μονάδα. || Kλασματική απόσταξη, απόσταξη η οποία στηρίζεται στο διαφορετικό σημείο βρασμού των στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα μείγμα.
[λόγ. κλασματ- (κλάσμα) -ικός απόδ. γαλλ. fractionnaire (πρβ. μσν. κλασματικός `αποσπασματικός΄ < ελνστ. κλάσμα, δες λ.)]