Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάσιμο το [klásimo] Ο50 : (προφ., οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλάνω. 1. για τα αέρια που δημιουργούνται στον εντερικό σωλήνα και βγαίνουν από τον πρωκτό. 2. (χυδ., μτφ.) περιφρόνηση, αδιαφορία: Δεν περίμενα τέτοιο ~ από σένα.
[κλασ- (κλάνω) -ιμο]