Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάση η [klási] Ο31 : I. ομάδα προσώπων ή πραγμάτων που ανήκουν σε ένα ομοιογενές σύνολο: Tο αυτοκίνητο αυτό είναι από τα καλύτερα της κλάσης του. || (φιλοτ.): Γραμματόσημα της κλάσεως των πενήντα / των εκατό δραχμών, της ομάδας που πουλιέται πενήντα, εκατό δραχμές το ένα. || (ναυτ.) ~ πλοίου, η σειρά με την οποία αυτό είναι γραμμένο στους διεθνείς καταλόγους. (έκφρ.) κλάσεως / κλάσεις ανώτερος, για δήλωση ανώτερης ποιότητας: Aθλητής / αυτοκίνητο (διεθνούς) κλάσεως. Είναι κλάσεις ανώτερος από τους άλλους υποψηφίους. Tο καινούριο μοντέλο είναι κλάσεις ανώτερο από τα προηγούμενα. II. το σύνολο των πολιτών που στρατεύτηκαν ή πρόκειται να στρατευτούν κατά τό ίδιο έτος, η στρατολογική κλάση: Επιστρατεύτηκαν δέκα κλάσεις. Είμαστε ίδια ~.
[λόγ. κλάσ(ις) -η < γαλλ. classe (στις νέες σημ.) < λατ. classis `κατηγορία, σειρά΄ κατά τη μορφή της λατ. λ.]