Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάρα η [klára] Ο25 : 1. (λαϊκότρ.) μεγάλο κλαδί. 2. σχέδιο υφάσματος ή ύφασμα με μεγάλα κλαδιά, φύλλα ή άνθη: Φούστα / κάλυμμα με κλάρες.

[κλαρ(ί) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες