Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάπα η [klápa] Ο25 : κομμάτι ξύλου ή έλασμα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε ξυλοσυνδέσεις.
[ελνστ. κλάπα `ξυλοπάπουτσο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλάπα η.
-
- Ποδοκάκκη:
- (Προσκυν. α´ 11417).
[μτγν. ουσ. κλάπα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ποδοκάκκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάπα κλάπα [klápa klápa] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του χειροκροτήματος.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαπάτσα η [klapátsa] & χλαπάτσα η [xlapátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η διστομίαση των ζώων. ΦΡ παθαίνω ~, βρίσκομαι σε σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αισθάνομαι απροσδιόριστη αδιαθεσία. έπεσε ~, για κατάσταση ομαδικής κατάπτωσης ή αδιαθεσίας.
[βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαπατσίμπαλα τα [klapatsímbala] Ο41 : (οικ.) 1. είδος κρουστών μουσικών οργάνων. || μειωτική ονομασία για διάφορα μουσικά όργανα. 2. γενική ονομασία για διάφορα εξαρτήματα ή εργαλεία.
[ειρ. αλλοίωση του μσν. κλαβιτσίμπαλον (στον πληθ.) ίσως ηχομιμ. παρετυμ. κλάπα κλάπα < ιταλ. clavicembalo `κλειδοκύμβαλο, όργανο΄]