Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάδος ο [kláδos] Ο18 : 1. (λόγ.) κλαδί: Οι κλάδοι των δέντρων. ΦΡ ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Οι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Επιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Οι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Οικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.
[λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλάδος ο.
-
- 1) Κλωνάρι:
- (Αχιλλ. N 1051), (Βίος Αλ. 3334)·
- (μεταφ.):
- (Δούκ. 3198‑9).
- 2) (Μεταφ.) απόγονος:
- κλάδος εκ ρίζης αγαθής είσαι από προγόνων (Ιστ. Βλαχ. 3)·
- υιόν τον αποθυμητόν μου … κλάδο τον εκλεκτό μου (Διγ. O 978).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 25624).
[αρχ. ουσ. κλάδος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κλωνάρι: