Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιτσαρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτσαρία η [kitsaría] Ο25 : (οικ.) 1. χαρακτηρισμός κραυγαλέα κακόγουστου πράγματος ή προσώπου. 2. σύνολο από εξαιρετικά κακόγουστα πράγματα.

[κιτς -αρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες