Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτς το [kíts] Ο (άκλ.) : για κτ. που χαρακτηρίζεται από κραυγαλέα έλλειψη καλού γούστου, για κτ. που φτάνει στα όρια του γελοίου λόγω κυρίως των υπερβολικών και ετερόκλητων στοιχείων που το απαρτίζουν: Tο ~ επικρατεί στη ζωή μας. ~ θα μπορούσε να θεωρηθεί το κακόγουστο με καλή όμως πρόθεση. || (ως επίθ.): Παρακολούθησα ένα ~ θέαμα.
[λόγ. < γερμ. Kitsch]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτσαρία η [kitsaría] Ο25 : (οικ.) 1. χαρακτηρισμός κραυγαλέα κακόγουστου πράγματος ή προσώπου. 2. σύνολο από εξαιρετικά κακόγουστα πράγματα.
[κιτς -αρία]