Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτρινίζω [kitrinízo] Ρ2.1α μππ. κιτρινισμένος & κιτρινιάζω [kitri
ázo] Ρ2.1α μππ. κιτρινιασμένος : 1. γίνομαι κίτρινος, αποκτώ κιτρινωπό χρώ μα: Άρχισαν να κιτρινίζουν τα φύλλα. Kιτρίνισαν τα στάχυα, ωρίμασαν. Tα δάχτυλά του είναι κιτρινισμένα από τη νικοτίνη. Tο κιτρίνισες το πουκάμισο με το σίδερο. || για λευκά υφάσματα ή χαρτί που από την πολυκαιρία έχουν πάρει μια ωχροκίτρινη απόχρωση: Kιτρίνισε η δαντέλα. Παλιά βιβλία με κιτρινισμένα φύλλα. 2. χλωμιάζω, γίνομαι ωχρός: Kιτρίνισε από το φόβο του / από το κακό του. [μσν. κιτρινίζω, κιτρινιάζω < κίτριν(ος) -ίζω, -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κιτρινίζω.
-
- Γίνομαι κίτρινος:
- (Συναξ. γυν. 920)·
- Ετέρα πράξις εις αυτό όταν κιτρινίσει η γλώσσα (Ιατροσ. κώδ. ιε´).
[<επίθ. κίτρινος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]
- Γίνομαι κίτρινος: