Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτρινάδα η [kitrináδa] Ο26 : απόχρωση του κίτρινου χρώματος, κυρίως η ωχρότητα του προσώπου που οφείλεται σε αρρώστια.
[μσν. κιτρινάδα (μαρτυρείται στη σημ.: `χρυσή΄) < κίτριν(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κιτρινάδα η.
-
- 1) Κιτρινάδα:
- Εις κιτρινάδα οφθαλμών (Ιατροσ. κώδ. ωιε´).
- 2) Ίκτερος, χρυσή:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 22).
[<επίθ. κίτρινος + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Κιτρινάδα: