Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτρικός -ή -ό [kitrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κίτρο: Kιτρικό οξύ, ονομασία οξέος που υπάρχει στο λεμόνι αλλά και σε άλλα φρούτα.
[λόγ. < γαλλ. citrique (-ique = -ικός)]