Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτάπι το [kitápi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) τα κατάστιχα, τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία, τα βιβλία λογαριασμών και συχνά ειρωνικά οι σημειώσεις, τα χαρτιά, τα χειρόγραφα ή και τα οργανωμένα στοιχεία πληροφοριών ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας ή και ενός ατόμου: Nα δω τα κιτάπια μου και θα σου πω. Άνοιξε τα κιτάπια σου! Tα κιτάπια της Aσφάλειας.
[τουρκ. kitap `βιβλίο΄ -ι < αραβ. qitāb `βιβλίο΄ (συνήθ. ιερό)]