Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κισσός ο [kisós] Ο17 : αειθαλές αναρριχητικό φυτό με τρίλοβα συνήθ. φύλ λα, πράσινα από κάτω και κοκκινωπά από πάνω, με προεξέχουσες νευρώσεις.
[αρχ. κισσός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κισσός ο.
-
- Κισσός:
- (Πανώρ. Γ´ 610).
[αρχ. ουσ. κισσός. Η λ. και σήμ.]
- Κισσός: