Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιονόκρανο το [kionókrano] Ο42 : αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει τον κίονα, είναι πλατύτερο από τον κορμό και υποβαστάζει το επιστύλιο ή το τόξο: Aιγυπτιακό / ελληνικό ~. ~ βυζαντινό / ρομανικό / γοτθικό. Ο εχίνος / ο άβακας του κιονοκράνου.
[λόγ. < ελνστ. κιονόκρανον]