Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινύρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κινύρα η.
  • Έγχορδο μουσικό όργανο με εβραϊκή προέλευση:
    • να μάθω άσματα, να κρούω την κινύραν (Απολλών. 257· 186).

[μτγν. ουσ. κινύρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες