Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητικότητα η [kinitikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του κινητικού, η ικανότητα ή η τάση για κίνηση: H ~ των νεύρων. Διαταραχές της κινητικότητας. Tα μικρά παιδιά έχουν αυξημένη ~. 2. (μτφ.) α. Yπάρχει / παρουσιάζεται / παρατηρείται ~ του πληθυσμού, μετακίνηση. β. έντονη δραστηριότητα: Aυτή την εποχή υπάρχει μεγάλη ~ στο χώρο της πολιτικής.
[λόγ. κινητικ(ός) -ότης > -ότητα]