Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κινητής ο.
-
- Αυτός που βάζει σε κίνηση· πλάστης, δημιουργός:
- Συ …, ύψιστε κινητή, … όλα τα κυβερνάς και βασιλεύεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [83]· Μορεζίν., Λόγ. 467).
[αρχ. ουσ. κινητής]
- Αυτός που βάζει σε κίνηση· πλάστης, δημιουργός: