Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητήριος -α -ο [kinitírios] Ε6 : που κινεί ή που μπορεί να κινήσει κτ., που βάζει σε κίνηση ή σε λειτουργία κτ.: ~ άξονας / ιμάντας. Tο νερό είναι κινητήρια δύναμη και μτφ.: Kινητήρια δύναμη της εποχής μας θεωρείται το χρήμα.
[λόγ. < αρχ. κινητήριος `που θέτει σε κίνηση΄ & σημδ. γαλλ. moteur]