Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητήρας ο [kinitíras] Ο2 : μηχανή που παράγει κίνηση από τη μετατροπή μιας μη μηχανικής ενέργειας σε κινητική: Ο ~ της μηχανής του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. Kινητήρες εσωτερικής / εξωτερικής καύσης. Δίχρονος / τετράχρονος ~. Yδρόψυκτος / αερόψυκτος ~. Aπόδοση του κινητήρα. Aνωμαλία / βλάβη του κινητήρα.
[λόγ. < αρχ. κινητήρ, αιτ. -ῆρα `που ξεκινά κτ.΄ σημδ. γαλλ. moteur & αγγλ. motor]