Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινηματογραφικός -ή -ό [kinimatoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κινηματογράφο: Kινηματογραφική ταινία. Kινηματογραφι κό έργο. Kινηματογραφική επιτυχία. Kινηματογραφικές σπουδές. H κινηματογραφική απόδοση ενός λογοτεχνικού έργου. Kινηματογραφική μηχανή. Kινηματογραφικό αστέρι ή ~ αστέρας. Kινηματογραφική Λέσχη. Kινηματογραφική βραδιά. || (έκφρ.) με κινηματογραφική ταχύτητα, για γεγονότα που εξελίσσονται πάρα πολύ γρήγορα: H ληστεία έγινε με κινηματογραφική ταχύτητα.
κινηματογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. cinématographique < cinématograph(e) = κινηματογράφ(ος) -ique = -ικός]